- Ολυμπόθεν
- Ὀλυμπόθεν και ποιητ. τ. Οὐλυμπόθεν (Α)από τον Όλυμπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὄλυμπος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Σκυρό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουλυμπόθεν — οὐλυμπόθεν (Α) επίρρ. βλ. ὀλυμπόθεν … Dictionary of Greek